- ιανοκρήδεμνος
- ἰανοκρήδεμνος, -ον (Α)1. αυτός που φοράει μενεξεδιά μαντήλα, μενεξεδί κεφαλόδεσμο2. στεφανωμένος με ία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιανο- (πρβλ. ιανογλέφαρος) + κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος, μαντήλι κεφαλιού»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰανοκρήδεμνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)